ντεμπραγιάζ

ντεμπραγιάζ
το
άκλ. (αυτοκ.)
1. απεμπλοκή
2. συμπλέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. debrayage < γαλλ. debrayer «αποσυνδέω» < des «από» + embrayer «συνδέω τον κινητήρα τής μηχανής με τα διάφορα μέρη της»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμπλέκτης — Ιδιαίτερος τύπος μηχανικού συνδέσμου (σύνδεσμος τριβής) που επιτρέπει τη σύζευξη ή την αποσύζευξη ενός αγόμενου άξονα από έναν περιστρεφόμενο κινητήριο άξονα. Έτσι είναι δυνατές κινήσεις, στάσεις ή αλλαγές ταχύτητας στα τμήματα που συνδέονται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”